ελέπολις

ελέπολις
Πολιορκητική μηχανή που επινόησε πρώτος ο Δημήτριος ο Πολιορκητής (τέλη 4ου αι. π.Χ.) και χρησιμοποιήθηκε αργότερα από τους Ρωμαίους, τους Βυζαντινούς, τους Άραβες κ.ά. Απαρτιζόταν από έναν πολυώροφο ξύλινο πύργο τετραγωνικής κάτοψης, με ύψος μεγαλύτερο από το ύψος του τείχους που θα προσβαλλόταν. Η ε. μπορούσε να κινείται χάρη στην ύπαρξη τροχών. Όταν κατόρθωνε να πλησιάσει το τείχος, μια κινητή γέφυρα, που κατέβαινε από το ψηλότερο σημείο του πύργου, επέτρεπε στους άντρες που ήταν μέσα να πηδήσουν στα τείχη και να επιτεθούν στους πολιορκούμενους. Ουσιαστικά, επρόκειτο για κινητό φρούριο, με εξαιρετικά μεγάλες διαστάσεις, αν ληφθεί υπόψη μια πληροφορία που αναφέρει την κατασκευή 15όροφων ε. από τους Βυζαντινούς. Σχηματική παράσταση ελεπόλεως από βυζαντινό χειρόγραφο του 10ου αι. (Βιβλιοθήκη Εσκοριάλ, Ισπανία).
* * *
ἑλέπολις (AM) (Α και ἑλέπτολις, η)
1. μεγάλη πολιορκητική μηχανή σε σχήμα ξύλινου πύργου
2. (ως επίθ. για την Ελένη) αυτή που κυριεύει, καταστρέφει πόλεις.

Dictionary of Greek. 2013.

Игры ⚽ Поможем решить контрольную работу

Look at other dictionaries:

  • ἑλέπολις — city destroying fem nom sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ἑλεπόλει — ἑλέπολις city destroying fem nom/voc/acc dual (attic epic) ἑλεπόλεϊ , ἑλέπολις city destroying fem dat sg (epic) ἑλέπολις city destroying fem dat sg (attic ionic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ἑλεπόλεις — ἑλέπολις city destroying fem nom/voc pl (attic epic) ἑλέπολις city destroying fem nom/acc pl (attic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ГЕЛЕПОЛИС —    • Έλέπολις,          название осадной машины, изобретенной Димитрием Полиоркетом и в первый раз приведенной в действие при осаде Родоса. Diod. Sic. 20, 95. Vitr. 10, 22. см. Πολιορκία, Осада, 1 …   Реальный словарь классических древностей

  • ἑλεπόλεσι — ἑλέπολις city destroying fem dat pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ἑλεπόλεσιν — ἑλέπολις city destroying fem dat pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ἑλέπολι — ἑλέπολις city destroying fem voc sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ἑλέπολιν — ἑλέπολις city destroying fem acc sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ἑλέπτολιν — ἑλέπολις city destroying fem acc sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ἑλέπτολις — ἑλέπολις city destroying fem nom sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”